Παρασκευή 14 Ιανουαρίου 2011

Landscape

Ηταν κάποια στιγμή, μπορεί να είναι και τώρα κοντά , δεν θυμάμαι καλά γιατί δεν έδινα πολλή σημασία, κάποια στιγμή έδωσα λίγη παραπάνω από όση έδινα πρίν, ή από όση θα δίνω αργότερα, αντιλήφθηκα λοιπόν τον εαυτό μου, αν και εδώ δεν πρόκειται ακριβώς περί αντιλήψεως, τέλος πάντων τον εαυτό μου λοιπόν να περπατάει προς την κορυφή ενός βουνού, ενίοτε να σκαρφαλώνει, υπέθεσα λοιπόν πως και πρίν αυτό θα έκανα, αφού ποτέ δεν παρατήρησα μια σημαντική αλλαγή σ’ αυτό που κάνω και πώς μάλλον αυτό θα κάνω και στη συνέχεια.
Ενα βουνό με βράχια και λίγους θάμνους και μερικά αγκάθια, όχι πολλά.
Είπα κορυφή αλλά δεν είναι παρά ένα υψωματάκι το οποίο κρύβει το αμέσως επόμενο, λίγο ψηλότερο, το οποίο αποκαλύπτεται μόλις φτάσω στο αμέσως προηγούμενο. Συνέχεια το ίδιο πράγμα, έτσι ώστε να νομίζεις πως πάντα πλησιάζεις. Πάντα πλησίαζα λοιπόν ή πάντα πλησιάζω, πιό σωστά, ή πάντα θα πλησιάζω, το ίδιο είναι. Αρα καλά πάνε τα πράγματα, κι όταν πεθάνω κάπου κοντά θα βρίσκομαι, μόνο που δεν ξέρω που ακριβώς. Τα έχω όλα μπροστά μου λοιπόν, το πρίν και το μετά και το τέλος, ένα περίεργο μίγμα, μου το δώσανε δεν θυμάμαι πότε. Ηταν για να ξέρω τι μου γίνεται, αλλά μάλλον κάτι πήγε λάθος με την αναλογία, κάτι έπεσε λιγότερο ή περισσότερο, μάλλον περισσότερο και τα πράγματα δυσκόλεψαν. Ισως η συνταγή να περιελάμβανε και άλλα πράγματα δευτερεύουσας σημασίας, μα εδώ δεν μας ενδιαφέρουν τα δευτερεύοντα, ίσως κάποτε να μας ενδιέφεραν και να μην μας ενδιαφέρουν πιά επειδή τα ξεχάσαμε, αλλά τότε θα τα θυμηθούμε πάλι σίγουρα. Οχι βέβαια πώς θα τα θυμηθούμε μόνοι μας, αυτο δεν γίνεται γιατί τα ξεχάσαμε αλλά θα τα ξαναβρούμε μπροστά μας γρήγορα αφού τα είχαμε βρεί και πίσω μας. Αλλά μπορεί να μην τα είχαμε βρεί ποτέ οπότε δεν θα τα θυμηθούμε και ποτέ. Ποτέ δεν ξέρεις βέβαια, όχι, μάλλον πάντα ξέρεις, τέλος πάντων είτε έτσι είτε αλλιώς δεν υπάρχει διαφορά. Διαφορά θα υπήρχε αν μπορούσαμε να μάθουμε κάτι που δεν ξέρουμε. Πολύ ασχοληθήκαμε με τα δευτερεύοντα και στο τέλος θα πάψουν να είναι τέτοια, και θα μπλέξουν ακόμα περισσότερο τα πράγματα.
Προχωράω λοιπόν. Σε λίγο θα φτάσω, μα αμέσως θα δώ την πιό ψηλη κορυφή, αν μπορούμε να πούμε έτσι αυτό το μέρος που εξήγησα πιό πρίν πώς είναι, μάλλον γιά λόφος μοιάζει περισσότερο, και θα είμαι τότε πιό μακρυά από την κορυφή από ότι είμαι τώρα, η πείρα αυτό έχει δείξει. Ας είναι, αργότερα, όχι πολύ, θα είμαι το ίδιο κοντά. Μου έχει περάσει από το μυαλό η σκέψη πώς κάποτε αυτό μπορεί να τελειώσει, φτάνοντας κάπου που δεν θα βλέπεις πιό ψηλά, πώς θα τελειώσει έτσι δηλαδή, γιατί θα τελειώσει αλλιώς αν δεν τελειώσει έτσι, αυτό είναι σίγουρο. Μάλλον δεν το σκέφτηκα εγώ αλλά κάποιος μου το είπε, ποιός όμως; Ενας γέρος ίσως, δεν θυμάμαι. Μπά πολλοί πρέπει να ήταν και γέροι και νέοι και παιδιά, όχι, μάλλον όχι παιδιά, και φώναζαν και με παρότρυναν ν’αρχίσω ν’ανεβαίνω, μα εγώ είχα ήδη αρχίσει, όχι, όχι, να συνεχίσω φώναζαν, βέβαια αυτό έχει πρακτική αξία, να συνεχίζεις γιατί το να αρχίσεις είναι τελείως θεωρητικό και ποιός ασχολείται τώρα με τα θεωρητικά. Εγώ βέβαια θα συνέχιζα έτσι κι αλλιώς ν’ανεβαίνω, το ίδιο και αυτοί να φωνάζουν.
Υπάρχει και ένα ποταμάκι που ακολουθεί την αντίθετη πορεία απ’ τη δικιά μου. Αλλοτε είναι δίπλα μου και άλλοτε πιό μακρυά ώστε να μη το βλέπω καθόλου. Οταν είναι δίπλα μου, μερικές φορές πλένω τα ρούχα μου από τη λάσπη και τις πληγές στα πόδια μου από τα αγκάθια. Αυτό βοηθάει αρκετά. Το νερό παρασέρνει τη λάσπη και το αίμα πρός τα πίσω και εγώ φεύγω ξαλαφρωμένος κατά κάποιο τρόπο μπροστά. Είναι κάτι σαν το όπλο που φεύγει πρός τα πίσω γιά να φύγει η σφαίρα εμπρός. Αλλιώς δεν γίνεται. Ισως να γινόταν έτσι κι αλλιώς, εδώ δεν υπάρχουν πολλές επιλογές.
Πιό μακρυά είναι κι άλλοι. Ερχονται για να πλύνουν τα ρούχα τους είτε για να γεμίσουν δοχεία με νερό. Τό ποτάμι όμως δεν έχει πολύ νερό. Ουσιαστικά λοιπόν στο ποτάμι ό ένας λερώνει τα ρούχα του άλλου και όση βρωμιά ξεφεύγει καταλήγει στα δοχεία αυτών που μαζεύουν νερό για να πιούν. Αυτοί παίρνουν τα δοχεία και ακολουθούν ένα δρομάκι πιό χαμηλα που πηγαίνει μάλλον σε κάποιο χωριό. Εγώ ποτέ δεν είδα το χωριό από εδώ που είμαι, το δρομάκι το έβλεπα όμως πάντα, πιό κάτω από εμένα , μιά εμπρός μου και μιά πίσω μου, γιατί η πορεία που ακολουθώ δεν είναι ευθεία. Το χωριό βέβαια το υποθέτω εγώ, από τον κόσμο που πηγαινοέρχεται, δεν ξέρω αν υπάρχει. Κάποτε ενώ είχα σταματήσει να πιώ νερό, σε μιά στιγμή που το ποταμάκι ήταν κοντά στη διαδρομή μου, ρώτησα κάποιον που πηγαίνει. Αυτός, ενώ γέμιζε ένα δοχείο, μου απάντησε πως πηγαίνει σε ένα χωριό να βρεί κάτι φίλους και πώς δεν είχε κατορθώσει να πάει ακόμα γιατί δυό φορές που ξεκίνησε του τέλειωσε το νερό στο δρόμο καί γύρισε πίσω για να ξαναγεμίσει, γιατί πίστευε πως είχε πολύ δρόμο να κάνει ακόμα. Τώρα ήταν αποφασισμένος να κάνει μεγαλύτερη οικονομία. Ούτε αυτός είχε δεί ποτέ το χωριό.
Μόνο ένα δέντρο σχεδόν ξερό ή μάλλον τελείως ξερό είχε δεί στην άκρη του δρόμου που το πότιζαν ρίχνοντας λίγο από το νερό που κουβαλούσαν όσοι πέρναγαν. Το ίδιο έκανε και αυτός βλέποντας τους άλλους, τώρα όμως ήταν αποφασισμένος να μην το ξανακάνει γιατί το έβλεπε σαν μία από τις αιτίες της αδυναμίας του να φτάσει στον προορισμό του. Τό έβλεπα και γώ αυτό το δέντρο από κάποια σημεία της διαδρομής μου, πάντα ξερό ήταν και δεν έβλεπα τον λόγο να σταματήσει να είναι τέτοιο. Κάποια βράδυα αλλά και μερικά πρωινά κάτι παιδιά το κατουρούσαν και εξακολουθούν ακόμα να κάνουν το ίδιο. Δεν φταίει αυτό όμως που είναι ξερό, δεν μου φαίνεται τα δέντρα να παρεξηγούνται όταν τα κατουράς. Οχι, σίγουρα στέκονται υπεράνω τέτοιων πραγμάτων. Γιατί το ποτίζουν όμως; Μιά σκέψη, και το λέω με κάθε επιφύλαξη, είναι για να βγάλει φύλλα και να τους προσφέρει λίγο ίσκιο στο διαρκές πήγαινε – έλα τους. Λένε πως κάποτε ήταν υγιές και ψηλό. Ποιοί το λένε; Δεν θυμάμαι κάποιος θα το είπε. Για φανταστείτε, ένα ψηλό δέντρο γεμάτο φύλλα σ’αυτό το τοπίο, είναι μεγάλη υπόθεση. Για την ώρα όμως παραμένει υπόθεση. Βέβαια ένα ξερό δέντρο δεν γίνεται να φυτρώσει. Αρα κάποτε ήταν χλωρό και κάποια στιγμή ξεράθηκε. Γιά στάσου, εδώ συμβαίνουν , ή συνέβησαν τέλος πάντων κασμοιστορικά γεγονότα. Φαίνεται πως μπορούμε να βγάλουμε άκρη σ’αυτήν την υπόθεση. Αλλά μπορεί κάποιος να το έφερε από αλλού, εδώ, ξερό και να το έστησε για να μας παιδεύει. Στα ίδια λοιπόν. Αυτό κάνουμε εδώ. Παίρνουμε υπόψη μας όλες τις πιθανότητες, περπατάμε πάνω τους όπως ο δείκτης του ρολογιού περπατάει πάνω από όλες τις ώρες χρόνια τώρα, από τότε που ανακαλύφθηκαν τα ρολόγια, αλλά και νωρίτερα να είχαν ανακαλυφθεί πάλι το ίδιο θα έκανε. Προχωράει λοιπόν, χρόνια τώρα, το είπαμε αυτό, αλλά βρίσκεται συνέχεια σε ένα χώρο λίγων εκατοστών.
Ετσι και εγώ, αν αντί γιά αυτό το βουνό, το λόφο για να γίνουμε πιό σαφείς, είχα δύο τρία βράχια μόνο, τίποτα άλλο, κοντά μεταξύ τους, για να πηδάω από το ένα στό άλλο, συνέχεια αυτό, πάλι στα ίδια συμπεράσματα θα έφτανα. Αν μπορούν βέβαια να χαρακτηριστούν συμπεράσματα αυτά. Θα ήταν λίγο πιό μονότονο ίσως στην αρχή, μετά η μονοτονία θα αναδύκνειε τις λεπτομέρειες και θα γινόταν όπως είναι τώρα. Θα μπορούσα ίσως να στοιχηματήσω , με τον εαυτό μου γιατί ποιός βάζει τέτοια στοιχήματα, να στοιχηματήσω λοιπόν σε ποιό βράχο θα σταμάτούσα στο τέλος. Αυτό θα έδινε λίγο ενδιαφέρον παραπάνω.

Drole de sergent

Εμπρός, είπε ο στρατηγός. Η πότρα άνοιξε και μπήκε ένας λοχίας. Φορούσε μια σκισμένη και λερωμένη στολή, ιδαίτερα στο στήθος όπου ήταν γεμάτη από ξερό αίμα.
- Λοχίας πεζικού ... αναφέρθηκε, καθώς κινήθηκε πρός το μέρος του στρατηγού. Τό περπάτημά του ήταν, θα έλεγε κάποιος, ανάλαφρο και το πρόσωπό του είχε την έκφραση του πόνου και της γαλήνης που έχουν οι άνθρωποι που γι’αυτούς τελείωσαν όλα, αλλά υπάρχουν και άλλα για να γίνουν. Μια απόλυτα σταθερή έκφραση.
- Είσαι χτυπημένος λοχία, περίμενε να φωνάξω έναν νοσοκόμο να σε μεταφέρει στο νοσοκομείο.
- Δεν είμαι χτυπημένος στρατηγέ με την έννοια που το λέτε. Ημουν κάποτε γιά ένα δευτερόλεπτο, όταν με βρήκε αυτή η σφαίρα στο στήθος και με σκότωσε. Τώρα είμαι νεκρός.
- Νεκρός; Και πώς βρίσκεσαι εδώ; Δεν ακολουθήθηκε μήπως η σωστή διαδικασία;
- Ψάχνω να βρώ έναν λόχο για να καταταγώ κύριε. Στον δικό μου σκοτώθηκαν όλοι και τώρα βρίσκονται μαζί με τους άλλους νεκρούς. Οσον αφορά τη διαδικασία που λέτε, δεν φταίει αυτή. Το λάθος έγινε πρίν. Οπως μου εξηγήθηκε όταν επιχείρησα να περάσω με τους άλλους νεκρούς, περίμεναν κάποιον με το δικό μου όνομα αλλά χτυπημένο στην πλάτη. Δεν μπορούν να με δεχτούν, ξέρετε αυτά είναι πολύ σημαντικά πράγματα γι αυτούς. - Και πώς χτυπήθηκες στο στήθος, νόμιζα πως αυτά τα πράγματα είναι εντελώς καθορισμένα.
- Ετρεχα καθώς οπισθοχωρούσαμε, φοβισμένος. Εκεί βρίσκονται όλα, αυτοί περίμεναν έναν δειλό χτυπημένο στην πλάτη. Ομως κάποια στιγμή έστριψα λοξά το κεφάλι μου πρός τα πίσω και τον είδα να με σημαδεύει. Ο χρόνος σταμάτησε, μπορώ να πώ πως είδα τη σφαίρα να φεύγει από το όπλο. Με είχε ήδη πυροβολήσει. Αυτός εν ονόματι πολλών, μάλλον όλων. Το μόνο που πρόλαβα να κάνω ήταν να γυρίσω και να με βρεί στο στήθος. Και να φανταστείτε πως το έκανα για να μπορέσει να ακολουθηθεί η σωστή διαδικασία. Στα μέρη μου δεν θάβουν τους δειλούς, στρατηγέ.
- Δεν μπορώ να σε δεχθώ εδώ, δεν είναι σωστό να απαντάει κάποιος στο προσκλητήριο των νεκρών το βράδυ, αλλά η ιστορία σου είναι πολύ παράξενη. Πως μπόρεσες να αλλάξεις το πεπρωμένο σου; Το πρόσωπο του λοχία έδειξε να κινείται σε κάτι που μοιάζει με χαμόγελο, διατηρώντας όμως την προηγούμενη έκφρασή του. -Το αντίθετο συνέβη. Δεν μπόρεσα να γλυτώσω από αυτό. Στα μέρη μου όπως σας είπα δεν θάβουν τους δειλούς, τους χτυπημένους στην πλάτη. Πάλι στα ίδια θα βρισκόμουν. Το ότι πρόλαβα να γυρίσω το στήθος μου δεν βοήθησε σε τίποτα. Το πεπρωμένο μου είναι να γυρίζω νεκρός από στρατόπεδο σε στρατόπεδο ζητώντας να με δεχθούν.